- ημιάνθρωπος
- ἡμιάνθρωπος, ό (AM)αυτός που είναι εν μέρει ή κατά το ήμισυ άνθρωπος (α. «Διόνυσος ἡμιάνθρωπος», Λουκιαν.β. «ὁ Χριστός... οὔτε ἡμίθεος ὤφθη ἐπί γῆς, οὔτε ἡμιάνθρωπος ἀνέβη είς οὐρανούς», Εφραίμ Αντιοχ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμιάνθρωπος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιανθρώπους — ἡμιάνθρωπος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
ημίβροτος — ἡμίβροτος, ον (Α) κατά το ήμισυ άνθρωπος, ημιάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βροτός «θνητός»] … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιάρρην — ἡμιάρρην, ὁ (Α) 1. ευνούχος 2. ημιάνθρωπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + άρρην] … Dictionary of Greek
ԿԻՍԱՅՐ — (առն.) NBH 1 1098 Chronological Sequence: 8c, 11c գ. ἠμιάνηρ, ἠμιάνθρωπος semivir, semihomo. Կէս այր. անկատար մարդ. (որպէս ներքինի, եւ ճիվաղ՝ գազան մարդակերպ.) *Զչարչար ախտացեալսն եւ զկիսայրսն. Սանահն.: *Ապտակեալ կամելով կուրացոյց. Քար արձաւեաց՝… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)